προκτώμαι

προκτώμαι
-άομαι, Α [κτῶμαι]
1. αποκτώ προηγουμένως
2. (ο παρακμ. με σημ. ενεστ.) προκέκτημαι
κατέχω εκ τών προτέρων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κτώμαι — άομαι (AM κτῶμαι, άομαι, Α ιων. τ. κτέομαι) 1. (ως μέσ.) παίρνω κάτι στην κατοχή μου, πορίζομαι, γίνομαι κύριος, αποκτώ (α. «κτήσεται δ ἄνευ δορὸς αὐτόν τε καὶ γῆν», Αισχύλ. β. «πολλάκις δοκεῑ τὸ φυλάξαι τ άγαθά τοῡ κτήσασθαι χαλεπώτερον εἶναι»,… …   Dictionary of Greek

  • προκτήτωρ — ήτορος, ὁ, θηλ. προκτήτρια, Α [προκτῶμαι] ο προηγούμενος ιδιοκτήτης …   Dictionary of Greek

  • προκτεατίζομαι — Α προκτῶμαι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κτεατίζω «αποκτώ, προμηθεύομαι»] …   Dictionary of Greek

  • προκτητικός — ή, όν, Α [προκτῶμαι] αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στην πρόκτηση …   Dictionary of Greek

  • πρόκτηση — η / πρόκτησις, ήσεως, ΝΑ [προκτῶμαι] νεοελλ. το να αποκτήσει κανείς ένα αντικείμενο ή δικαίωμα πριν από κάποιον άλλο αρχ. έγγραφος τίτλος προηγούμενης ιδιοκτησίας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”